- πύριος
- Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά του, τον αποκάλεσαν Νεώτερο Ωριγένη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Φωτίου μαρτύρησε κατά το διωγμό του Διοκλητιανού μαζί με τον αδελφό του Ισίδωρο και υπέμεινε με θάρρος τα βασανιστήρια. Του αποδίδεται το σύγγραμμα Βιβλίον διαιρεμένο σε 12 λόγους, δύο από τους οποίους έχουν τους τίτλους Εις το Κατά Λουκάνκαι Εις το Πάσχα και τον ΩσηέΟ Φίλιππος ο Σιδήτης παραθέτει περιλήψεις τριών άλλων λόγων του ίδιου Ο πρώτος των εις το Πάσχα λόγος, Περί της Θεοτόκουκαι Εις τον βίον του αγίου Παμφίλου, μαθητή του Π. Αποσπάσματα από τις περιλήψεις αυτές δημοσίευσε ο Κ. ντε Μπουρ στο έργοΚείμενα και έρευνες.
* * *-ία, -ον, ΜΑ [πῡρ]1. ο πύρινος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύριονη τσακμακόπετρα.επίρρ...πυρίως Αμε φωτιά.
Dictionary of Greek. 2013.