πύριος

πύριος
Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά του, τον αποκάλεσαν Νεώτερο Ωριγένη. Σύμφωνα με μαρτυρίες του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Φωτίου μαρτύρησε κατά το διωγμό του Διοκλητιανού μαζί με τον αδελφό του Ισίδωρο και υπέμεινε με θάρρος τα βασανιστήρια. Του αποδίδεται το σύγγραμμα Βιβλίον διαιρεμένο σε 12 λόγους, δύο από τους οποίους έχουν τους τίτλους Εις το Κατά Λουκάνκαι Εις το Πάσχα και τον ΩσηέΟ Φίλιππος ο Σιδήτης παραθέτει περιλήψεις τριών άλλων λόγων του ίδιου Ο πρώτος των εις το Πάσχα λόγος, Περί της Θεοτόκουκαι Εις τον βίον του αγίου Παμφίλου, μαθητή του Π. Αποσπάσματα από τις περιλήψεις αυτές δημοσίευσε ο Κ. ντε Μπουρ στο έργοΚείμενα και έρευνες.
* * *
-ία, -ον, ΜΑ [πῡρ]
1. ο πύρινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύριον
η τσακμακόπετρα.
επίρρ...
πυρίως Α
με φωτιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πύριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίων — πύριος fem gen pl πύριος masc/neut gen pl πυρίον neut gen pl πυριάω put imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πυριάω put imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίως — πύριος adverbial πύριος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύριον — πύριος masc acc sg πύριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριᾶν — πύριος masc/fem gen pl (doric) πυρία vapour bath fem gen pl (doric aeolic) πυριάω put pres part act masc voc sg (doric aeolic) πυριάω put pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πυριάω put pres part act masc nom sg (doric aeolic) πυριᾶ̱ν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυριέων — πύριος masc/fem gen pl (epic ionic) πυρία vapour bath fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίαις — πύριος fem dat pl πυρία vapour bath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίη — πύριος fem nom/voc sg (epic ionic) πυρία vapour bath fem nom/voc sg (epic ionic) πυριάω put pres imperat act 2nd sg (doric) πυριάω put imperf ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίην — πύριος fem acc sg (epic ionic) πυρία vapour bath fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρίης — πύριος fem gen sg (epic ionic) πυρία vapour bath fem gen sg (epic ionic) πυριάω put imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”